- διάστρα
- διάστρα, ἡ, ([etym.] διάζω)A warp set up in a loom, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάστρα — η [διάζομαι] 1. εξάρτημα τού αργαλιού, με τρύπες στην περιφέρεια, όπου τοποθετείται το νήμα για να χρησιμοποιηθεί ως στημόνι 2. γυναίκα που κάνει το διάσιμο* και επιβλέπει την τακτοποίηση τού νήματος στη διάστρα 3. ο ιστός τής αράχνης 4. η αράχνη … Dictionary of Greek
διαστήρι — το [διάζομαι] η διάστρα … Dictionary of Greek